δευτερεύω

δευτερεύω
(AM δευτερεύω) [δεύτερος]
1. είμαι ο δεύτερος, κατέχω την αμέσως επόμενη θέση μετά τον πρώτο
2. δεν έχω μεγάλη σημασία ή αξία, βρίσκομαι σε κατώτερη θέση («ασχολείται με δευτερεύοντα θέματα»)
μσν.- νεοελλ.
ο Δευτερεύων
τιμητικό οφφίκιο που απονέμεται σε κληρικούς και μοναχούς, οι οποίοι είναι πρώτοι τη τάξει μετά τον ηγούμενο, πρωτοπρεσβύτερο ή αρχιδιάκονο
νεοελλ.
φρ.
1. «δευτερεύουσα πρόταση» — αυτή που προσδιορίζει το σύνολο ή κάποιον όρο άλλης πρότασης και μπορεί να εισάγεται με μόρια, υποτακτικούς συνδέσμους, αναφορικές ή ερωτηματικές αντωνυμίες και επιρρήματα
2. «δευτερεύοντες άνεμοι» — όσοι περιλαμβάνονται μεταξύ κάθε ζεύγους τών κυρίων ανέμων, δηλ. ο ΒΑ. ΒΔ. ΝΑ. ΝΔ.
3. «δευτερεύων άξων κατόπτρου» — κάθε ευθεία που διέρχεται από το κέντρο καμπυλότητας τού κατόπτρου και όχι από την κορυφή
4. «δευτερεύων άξων φακού» — κάθε ευθεία που διέρχεται από το οπτικό κέντρο τού φακού και δεν συμπίπτει με τον κύριο άξονα
5. «δευτερεύον κύκλωμα» — το κύκλωμα τού οποίου τα ρεύματα παράγονται με την επίδραση τών ρευμάτων άλλου, τού πρωτεύοντος κυκλώματος
6. «δευτερεύουσα θάλασσα» — λεκάνη θάλασσας που γειτονιάζει με ωκεανό και με τον οποίον συγκοινωνεί με υφαλαυχένα ή με ευρύτατο διέκπλου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • δευτερεύω — to be second pres subj act 1st sg δευτερεύω to be second pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δευτερεύω — βρίσκομαι ή έρχομαι δεύτερος στη σειρά: Η διασκέδαση δευτερεύει στην καθημερινότητά μας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δευτερεύσει — δευτερεύω to be second aor subj act 3rd sg (epic) δευτερεύω to be second fut ind mid 2nd sg δευτερεύω to be second fut ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δευτερευόντων — δευτερεύω to be second pres part act masc/neut gen pl δευτερεύω to be second pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δευτερεῦον — δευτερεύω to be second pres part act masc voc sg δευτερεύω to be second pres part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δευτερεύει — δευτερεύω to be second pres ind mp 2nd sg δευτερεύω to be second pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δευτερεύοντα — δευτερεύω to be second pres part act neut nom/voc/acc pl δευτερεύω to be second pres part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δευτερεύοντι — δευτερεύω to be second pres part act masc/neut dat sg δευτερεύω to be second pres ind act 3rd pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δευτερεύουσι — δευτερεύω to be second pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) δευτερεύω to be second pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δευτερεύουσιν — δευτερεύω to be second pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) δευτερεύω to be second pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”